- πολυναύτης
- πολυ-ναύτης, ου, [dialect] Dor. [suff] πόλυ-τας, ὁ,A with many sailors or ships, A.Pers.83 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυναύτης — with many sailors masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυναύτης — και δωρ. τ. πολυναύτας, ὁ, Α αυτός που έχει πολλούς ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ναύτης (πρβλ. χιλιο ναύτης)] … Dictionary of Greek
πολυναύτας — πολυναύτᾱς , πολυναύτης with many sailors masc acc pl πολυναύτᾱς , πολυναύτης with many sailors masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)